μοσκοπουλώ

μοσκοπουλώ
μοσκοπούλησα, μοσκοπουλήθηκα, μοσκοπουλημένος, πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή χωρίς να δυσκολευτώ: Μοσκοπούλησε το εμπόρευμα που έφερε από την Ινδία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοσκοπουλώ — και άω βλ. μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

  • ακριβοπουλώ — και άω 1. πουλώ κάτι σε υψηλή τιμή, πολύ ακριβά, μοσκοπουλώ 2. προσφέρω κάτι έναντι μεγάλου ηθικού ή υλικού τιμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πουλώ] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπουλώ — και άω και μοσκοπουλώ και άω πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή και εύκολα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”