- μοσκοπουλώ
- μοσκοπούλησα, μοσκοπουλήθηκα, μοσκοπουλημένος, πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή χωρίς να δυσκολευτώ: Μοσκοπούλησε το εμπόρευμα που έφερε από την Ινδία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.